- αποστέλλομαι
- αποστέλλομαι, (απεστάλη - απεστάλησαν), απεσταλμένος βλ. πίν. 91——————Σημειώσεις:αποστέλλομαι : η μτχ. απεσταλμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀποστέλλομαι — ἀποστέλλω send off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… … Dictionary of Greek
συμπρεσβεύω — ΜΑ [πρεσβεύω] αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους … Dictionary of Greek
συναποικίζω — Α [αποικίζω] αποστέλλομαι ή αναχωρώ μαζί με άλλον για ίδρυση αποικίας … Dictionary of Greek